γράφει ο Τασιόπουλος Σταύρος
Ο "δράστης" βέβαια δεν υποχρεούται να δώσει τα στοιχεία του ούτε και να αποδεχθεί οποιαδήποτε εντολή κατακράτησής του πολύ δε περισσότερο αν αυτή συμβεί δια της βίας, εξ ου και η έλευση της αστυνομίας μετά από κλήση του ελεγκτή σε πληθώρα ελέγχων, όπου καλείται ώστε να οδηγήσει τον δράστη είτε προς δίκη ή για την βεβαίωση των στοιχείων της ταυτότητάς του. Εδώ η βεβαίωση των στοιχείων από αστυνομικό όργανο δεν συνεπάγεται και την πληροφόρηση αυτών από πλευράς του ελεγκτή, διότι αποτελούν προσωπικά δεδομένα και ο αστυνομικός δεν μπορεί να τα δώσει σε τρίτο πρόσωπο-πολίτη-ελεγκτή για την εγγραφή προστίμου. Και πάλι όμως ο ”δράστης” δεν θα λάβει κάποιο πρόστιμο, αφού αυτό εγγράφεται μόνον από τον ελεγκτή αν αυτός πληροφορηθεί νομιμώς τα στοιχεία του παραβάτη.
Ακολούθως ο ελεγκτής δεν δύναται να ασκήσει ως ιδιώτης έγκληση για το πταίσμα μιας και δεν θίγεται το δικό του έννομο αγαθό αλλά της εταιρίας που πραγματοποιεί τις μαζικές μεταφορές – όπου αυτή δια του νόμιμου εκπροσώπου της μπορεί να κινηθεί δικαστικά. (O αστυνομικός μπορεί να απειλήσει με άσκηση μήνυσης τον παραβάτη ή και να την ασκήσει, κάτι που ναι μεν μπορεί να κάνει, αλλά είναι αδιάφορο ύστερα για τη δικαιοσύνη, κάλλιστα δε μπορεί να τιμωρηθεί λόγω πειθαρχικού παραπτώματος, μιας και το έγκλημα είναι κατ’ έγκληση).
Πολύ απλά στο θλιβερό και εξοργιστικό περιστατικό του θανάτου του νεαρού στο Περιστέρι εξαιτίας ελέγχου εισιτηρίων στο τρόλει, ο νεαρός αντιμετώπιζε την παράνομη κατακράτησή του που διώκεται με το 325 Ποινικού Κώδικα, από την οποία προσπάθησε να ξεφύγει, όπως το ίδιο μπορεί να πράξει και καθένας που τον υποχρεώνουν να παραμείνει εντός του οχήματος εν κινήσει – μπορεί να φύγει.
Επίσης αναφορικά με τη δυνατότητα του αστυνομικού να δώσει τα στοιχεία του ”δράστη” στον ελεγκτή, κάποιος θα ισχυριστεί ότι σύμφωνα με το ν.1214/1981 που ο ελεγκτής δύναται να ζητήσει τη συνδρομή του αστυνομικού οργάνου, τότε αυτό είναι εφικτό και νόμιμο. Όμως ο τότε ψηφισθείς νόμος και ακόμα εφαρμοστέος είναι δημιούργημα της τότε έννομης τάξης και θεωρίας και δεν απηχεί τη σημερινή κατάσταση για τη θεωρία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Εξάλλου δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση για το αν το επιβαλλόμενο πρόστιμο αποτελεί διοικητική κύρωση όπως ένα πρόστιμο από έναν δήμο για παράνομα τραπεζοκαθίσματα καφετέριας. Αυτό διότι ο ΟΑΣΑ αν και εταιρία του Δημοσίου, διέπεται από τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας και στην πράξη λειτουργεί ως ανάδοχος των υπηρεσιών παροχής μεταφορών και εποπτεύεται από το Υπουργείο Μεταφορών. Δηλαδή παρ ότι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου κατέχει ρυθμιστική λειτουργία-την παροχή και τον έλεγχο μεταφορών – και ως προς αυτό το σκέλος λογίζεται ως ΝΠ Δημοσίου Δικαίου και άρα το πρόστιμο προέρχεται από διοικητική αρχή (σύμφωνα με τη θεωρία του διοικητικού δικαίου). Βέβαια πλέον το κράτος αναθέτει διάφορες ρυθμιστικές του λειτουργίες σε ΝΠΙΔ και αυτό από μόνο του αποτελεί νομικό προβληματισμό αναφορικά με την ανάθεση ρυθμιστικών του λειτουργιών.
Άρα το πρόστιμο είναι ναι μεν διοικητικό και για αυτό εγγράφεται από την Εφορία αν δεν πληρωθεί όμως το γεγονός ότι αυτός που το επιβάλλει δεν είναι διοικητική αρχή καθιστά προβληματική την δήλωση των προσωπικών στοιχείων από πλευράς του παραβάτη, συν το γεγονός ότι κανένας νόμος δεν δεσμεύει τον παραβάτη να παραμείνει και να περιμένει την αστυνομία. Ο νόμος 1214/1981 δεν προβλέπει τα μέσα για την επέλευση του προστίμου εάν ο ”δράστης” θελήσει να φύγει. Ακόμα και η αναζήτηση της αστικής αξίωσης του 281 του Αστικού Κώδικα περί αυτοδικίας για την επιβολή της , ελέγχεται από το 282 επόμενο άρθρο, ως προς το μέτρο και την αναλογικότητα αυτής.
Άρα κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι σε κάθε περίπτωση ο δράστης πρέπει να δώσει τα στοιχεία του στον αστυνομικό και αυτός να τα δώσει στον ελεγκτή, ενώ κάποιος άλλος μπορεί να βρει κενά στην εφαρμογή αυτή με αυτά τα μέσα. Βέβαια θα μπορούσε να προβλέπεται ότι ο ελεγκτής θα πρέπει να καλεί τον παραβάτη σε συμμόρφωση με την πληρωμή εισιτηρίου και ύστερα από άρνησή του να επιβάλλει το πρόστιμο, κάτι τέτοιο όμως έρχεται αντίθετα από την αρχή του Ταμειακού Συμφέροντος που έρχεται ως έκφανση του Δημοσίου Συμφέροντος για το κράτος. Η παρατήρηση αυτή έγκειται στο γεγονός ότι πολλές φορές συνεπιβάτες ή και ο ίδιος ο παραβάτης δηλώνουν πως θέλουν πληρώσουν το εισιτήριο για να αποφευχθεί η επιβολή προστίμου και ο ελεγκτής αρνείται λέγοντας πως αυτό είναι παράνομο.
Το ορθότερο δικαιϊκά με βάση τα υπάρχοντα νομοθετικά δεδομένα θα είναι η απόφαση του δικαστηρίου, αν ο δράστης επιδιώξει να μην δώσει κανένα στοιχείο του και θα δικαστεί για απείθεια προς την αστυνομία ενώ παράλληλα θα πρέπει να ασκηθεί και έγκληση από τον ΟΑΣΑ ακόμα και μέσω του ελεγκτή εάν του έχει δοθεί από την εταιρία, η εξουσιοδότηση αυτή. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει μια στάθμιση του ατομικού δικαιώματος της έκφρασης και ανάπτυξης της προσωπικότητας του επιβάτη δια της μετακίνησής του το οποίο προέχει της οικονομικής του δυνατότητας για την πραγμάτωση του δικαιώματος αυτού. Δηλαδή η μη δυνατότητα πληρωμής εισιτηρίου δεν συνεπάγεται και την μη μετακίνηση, κάτι τέτοιο είναι αντισυνταγματικό μιας και αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας και δεν διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας. Όπου αναλόγως της οικονομικής δυνατότητας του επιβάτη εξασφαλίζεται και η κατοχύρωση του δικαιώματός του προς μετακίνηση. Σε αντίθετη περίπτωση κάποιος χωρίς επαρκή εισοδήματα δεν μπορεί να κατοχυρώσει σχεδόν κανένα ατομικό του δικαίωμα και εξαφανίζεται η αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας. Αυτό είναι το κυρίαρχο που αναδεικνύεται μέσω αυτού του θέματος κατά την γνώμη μου. Η ισότητα στα βάρη και στις παροχές προς τους πολίτες.
Επίσης αναφορικά με το γεγονός ότι η πρόοδος και η συντήρηση συγκρούονται καθημερινά στην κοινωνία μας, και αρκετοί εκφράζονται δημόσια δια των ΜΜΕ κατά του νεαρού νεκρού με προσβλητικές εκφράσεις, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 365 Ποινικού Κώδικα τιμωρεί την Προσβολή μνήμης νεκρού, όταν κάποιος προσβάλλει τη μνήμη νεκρού με βάναυση ή κακόβουλη εξύβριση ή με συκοφαντική δυσφήμηση, με φυλάκιση μέχρι 6 μήνες.
Τέλος ως ευρύτερο σχόλιο μπορώ να πω ότι:
Το θέμα είναι καθαρά πολιτικό και υπερκομματικό και έχει να κάνει με την πρόοδο και τη συντήρηση στην κοινωνία. Αφορά ένα θεσμικό ζήτημα – την πρόσβαση και λειτουργία των ΜΜΜ – οι κάτω του ορίου φτώχειας επιβάτες δεν πρέπει να πληρώνουν, ιδίως οι νέοι.
Πολύ απλά ας διαλέξουμε ή το βλέπουμε και προσπαθούμε να το λύσουμε, ή πολύ απλά κοιτάμε αλλού και ρίχνουμε και την ευθύνη στο παιδί άμα λάχει….
ο Τασιόπουλος Σταύρος είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης Νομικής ΔΠΘ
πηγη:judex.gr
H μη πληρωμή εισιτηρίου στα ΜΜΜ
σύμφωνα με το άρθρο 391 του Ποινικού Κώδικα λογίζεται ως πταίσμα, τούτο
όμως δεν δίνει καμιά δυνατότητα σύλληψής ενός τέτοιου ”δράστη” από
κάποιον πολίτη, εν προκειμένω τον ελεγκτή εισιτηρίων όπως προκύπτει από
τα
άρθρα 275 και 409 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μιας και αυτό είναι
επιτρεπτό σε κακουργήματα και πλημμελήματα. Το μόνον που δύναται να
πράξει ο ελεγκτής είναι η εγγραφή προστίμου για την παράβαση αφού
πληροφορηθεί τα στοιχεία του ”δράστη”.Ο "δράστης" βέβαια δεν υποχρεούται να δώσει τα στοιχεία του ούτε και να αποδεχθεί οποιαδήποτε εντολή κατακράτησής του πολύ δε περισσότερο αν αυτή συμβεί δια της βίας, εξ ου και η έλευση της αστυνομίας μετά από κλήση του ελεγκτή σε πληθώρα ελέγχων, όπου καλείται ώστε να οδηγήσει τον δράστη είτε προς δίκη ή για την βεβαίωση των στοιχείων της ταυτότητάς του. Εδώ η βεβαίωση των στοιχείων από αστυνομικό όργανο δεν συνεπάγεται και την πληροφόρηση αυτών από πλευράς του ελεγκτή, διότι αποτελούν προσωπικά δεδομένα και ο αστυνομικός δεν μπορεί να τα δώσει σε τρίτο πρόσωπο-πολίτη-ελεγκτή για την εγγραφή προστίμου. Και πάλι όμως ο ”δράστης” δεν θα λάβει κάποιο πρόστιμο, αφού αυτό εγγράφεται μόνον από τον ελεγκτή αν αυτός πληροφορηθεί νομιμώς τα στοιχεία του παραβάτη.
Ακολούθως ο ελεγκτής δεν δύναται να ασκήσει ως ιδιώτης έγκληση για το πταίσμα μιας και δεν θίγεται το δικό του έννομο αγαθό αλλά της εταιρίας που πραγματοποιεί τις μαζικές μεταφορές – όπου αυτή δια του νόμιμου εκπροσώπου της μπορεί να κινηθεί δικαστικά. (O αστυνομικός μπορεί να απειλήσει με άσκηση μήνυσης τον παραβάτη ή και να την ασκήσει, κάτι που ναι μεν μπορεί να κάνει, αλλά είναι αδιάφορο ύστερα για τη δικαιοσύνη, κάλλιστα δε μπορεί να τιμωρηθεί λόγω πειθαρχικού παραπτώματος, μιας και το έγκλημα είναι κατ’ έγκληση).
Πολύ απλά στο θλιβερό και εξοργιστικό περιστατικό του θανάτου του νεαρού στο Περιστέρι εξαιτίας ελέγχου εισιτηρίων στο τρόλει, ο νεαρός αντιμετώπιζε την παράνομη κατακράτησή του που διώκεται με το 325 Ποινικού Κώδικα, από την οποία προσπάθησε να ξεφύγει, όπως το ίδιο μπορεί να πράξει και καθένας που τον υποχρεώνουν να παραμείνει εντός του οχήματος εν κινήσει – μπορεί να φύγει.
Επίσης αναφορικά με τη δυνατότητα του αστυνομικού να δώσει τα στοιχεία του ”δράστη” στον ελεγκτή, κάποιος θα ισχυριστεί ότι σύμφωνα με το ν.1214/1981 που ο ελεγκτής δύναται να ζητήσει τη συνδρομή του αστυνομικού οργάνου, τότε αυτό είναι εφικτό και νόμιμο. Όμως ο τότε ψηφισθείς νόμος και ακόμα εφαρμοστέος είναι δημιούργημα της τότε έννομης τάξης και θεωρίας και δεν απηχεί τη σημερινή κατάσταση για τη θεωρία περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Εξάλλου δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση για το αν το επιβαλλόμενο πρόστιμο αποτελεί διοικητική κύρωση όπως ένα πρόστιμο από έναν δήμο για παράνομα τραπεζοκαθίσματα καφετέριας. Αυτό διότι ο ΟΑΣΑ αν και εταιρία του Δημοσίου, διέπεται από τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας και στην πράξη λειτουργεί ως ανάδοχος των υπηρεσιών παροχής μεταφορών και εποπτεύεται από το Υπουργείο Μεταφορών. Δηλαδή παρ ότι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου κατέχει ρυθμιστική λειτουργία-την παροχή και τον έλεγχο μεταφορών – και ως προς αυτό το σκέλος λογίζεται ως ΝΠ Δημοσίου Δικαίου και άρα το πρόστιμο προέρχεται από διοικητική αρχή (σύμφωνα με τη θεωρία του διοικητικού δικαίου). Βέβαια πλέον το κράτος αναθέτει διάφορες ρυθμιστικές του λειτουργίες σε ΝΠΙΔ και αυτό από μόνο του αποτελεί νομικό προβληματισμό αναφορικά με την ανάθεση ρυθμιστικών του λειτουργιών.
Άρα το πρόστιμο είναι ναι μεν διοικητικό και για αυτό εγγράφεται από την Εφορία αν δεν πληρωθεί όμως το γεγονός ότι αυτός που το επιβάλλει δεν είναι διοικητική αρχή καθιστά προβληματική την δήλωση των προσωπικών στοιχείων από πλευράς του παραβάτη, συν το γεγονός ότι κανένας νόμος δεν δεσμεύει τον παραβάτη να παραμείνει και να περιμένει την αστυνομία. Ο νόμος 1214/1981 δεν προβλέπει τα μέσα για την επέλευση του προστίμου εάν ο ”δράστης” θελήσει να φύγει. Ακόμα και η αναζήτηση της αστικής αξίωσης του 281 του Αστικού Κώδικα περί αυτοδικίας για την επιβολή της , ελέγχεται από το 282 επόμενο άρθρο, ως προς το μέτρο και την αναλογικότητα αυτής.
Άρα κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι σε κάθε περίπτωση ο δράστης πρέπει να δώσει τα στοιχεία του στον αστυνομικό και αυτός να τα δώσει στον ελεγκτή, ενώ κάποιος άλλος μπορεί να βρει κενά στην εφαρμογή αυτή με αυτά τα μέσα. Βέβαια θα μπορούσε να προβλέπεται ότι ο ελεγκτής θα πρέπει να καλεί τον παραβάτη σε συμμόρφωση με την πληρωμή εισιτηρίου και ύστερα από άρνησή του να επιβάλλει το πρόστιμο, κάτι τέτοιο όμως έρχεται αντίθετα από την αρχή του Ταμειακού Συμφέροντος που έρχεται ως έκφανση του Δημοσίου Συμφέροντος για το κράτος. Η παρατήρηση αυτή έγκειται στο γεγονός ότι πολλές φορές συνεπιβάτες ή και ο ίδιος ο παραβάτης δηλώνουν πως θέλουν πληρώσουν το εισιτήριο για να αποφευχθεί η επιβολή προστίμου και ο ελεγκτής αρνείται λέγοντας πως αυτό είναι παράνομο.
Το ορθότερο δικαιϊκά με βάση τα υπάρχοντα νομοθετικά δεδομένα θα είναι η απόφαση του δικαστηρίου, αν ο δράστης επιδιώξει να μην δώσει κανένα στοιχείο του και θα δικαστεί για απείθεια προς την αστυνομία ενώ παράλληλα θα πρέπει να ασκηθεί και έγκληση από τον ΟΑΣΑ ακόμα και μέσω του ελεγκτή εάν του έχει δοθεί από την εταιρία, η εξουσιοδότηση αυτή. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει μια στάθμιση του ατομικού δικαιώματος της έκφρασης και ανάπτυξης της προσωπικότητας του επιβάτη δια της μετακίνησής του το οποίο προέχει της οικονομικής του δυνατότητας για την πραγμάτωση του δικαιώματος αυτού. Δηλαδή η μη δυνατότητα πληρωμής εισιτηρίου δεν συνεπάγεται και την μη μετακίνηση, κάτι τέτοιο είναι αντισυνταγματικό μιας και αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας και δεν διέπεται από την αρχή της αναλογικότητας. Όπου αναλόγως της οικονομικής δυνατότητας του επιβάτη εξασφαλίζεται και η κατοχύρωση του δικαιώματός του προς μετακίνηση. Σε αντίθετη περίπτωση κάποιος χωρίς επαρκή εισοδήματα δεν μπορεί να κατοχυρώσει σχεδόν κανένα ατομικό του δικαίωμα και εξαφανίζεται η αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας. Αυτό είναι το κυρίαρχο που αναδεικνύεται μέσω αυτού του θέματος κατά την γνώμη μου. Η ισότητα στα βάρη και στις παροχές προς τους πολίτες.
Επίσης αναφορικά με το γεγονός ότι η πρόοδος και η συντήρηση συγκρούονται καθημερινά στην κοινωνία μας, και αρκετοί εκφράζονται δημόσια δια των ΜΜΕ κατά του νεαρού νεκρού με προσβλητικές εκφράσεις, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 365 Ποινικού Κώδικα τιμωρεί την Προσβολή μνήμης νεκρού, όταν κάποιος προσβάλλει τη μνήμη νεκρού με βάναυση ή κακόβουλη εξύβριση ή με συκοφαντική δυσφήμηση, με φυλάκιση μέχρι 6 μήνες.
Τέλος ως ευρύτερο σχόλιο μπορώ να πω ότι:
Το θέμα είναι καθαρά πολιτικό και υπερκομματικό και έχει να κάνει με την πρόοδο και τη συντήρηση στην κοινωνία. Αφορά ένα θεσμικό ζήτημα – την πρόσβαση και λειτουργία των ΜΜΜ – οι κάτω του ορίου φτώχειας επιβάτες δεν πρέπει να πληρώνουν, ιδίως οι νέοι.
Πολύ απλά ας διαλέξουμε ή το βλέπουμε και προσπαθούμε να το λύσουμε, ή πολύ απλά κοιτάμε αλλού και ρίχνουμε και την ευθύνη στο παιδί άμα λάχει….
ο Τασιόπουλος Σταύρος είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης Νομικής ΔΠΘ
πηγη:judex.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου